σκοτεινῶς

σκοτεινῶς
σκοτεινός
dark
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκοτεινώς — σκοτεινῶς ΝΜΑ επίρρ. βλ. σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • εννύχιος — ἐννύχιος, α, ον και ἐννύχιος, ον (Α) [νύχιος] 1. νυκτερινός, κατά τη νύχτα, σε νυχτερινή ώρα («ἐννύχιος προμολών», Ομ. Ιλ.) 2. ο περικυκλωμένος από σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφερός («ἐννυχίαισι φροντίσι», Αριστοφ.) 3. φρ. «ἄναξ ἐννυχίων» ο βασιλιάς… …   Dictionary of Greek

  • λυγαίος — (I) λυγαῑος, αία, ον (Α) [λύγη] 1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδης («ὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία ονομασία μιας πόας. επίρρ... λυγαίως (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως». (II) ο ζωολ.… …   Dictionary of Greek

  • λυταώς — λυταῶς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”